μόχθων A.Eu.505
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόδοσις — όσεως, ἡ, Α [ὑποδίδωμι] χαλάρωση ή μείωση («λῆξιν ὑπόδοσίν τε μόχθων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ὑπόδοσιν — ὑπόδοσις decrease masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)